- παραστέγασμα
- το, -ατοςστέγη που γέρνει σε μια πλευρά μόνο, μονόριχτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραστέγασμα — το αρχιτ. στέγη που είναι επικλινής κατά μία μόνο πλευρά, κν. μονόρριχτη σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραστεγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek